- σκολιοδρόμος
- σκολῐο-δρόμος, ον, of the moon,A going in an oblique orbit, Orph.H.51.4, Man.4.478.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκολιοδρόμος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για τη σελήνη) αυτή που διαγράφει καμπύλη τροχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «καμπύλος, στρεβλός» + δρόμος] … Dictionary of Greek
σκολιοδρόμοι — σκολιοδρόμος going in an oblique orbit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολιοδρομώ — έω, Α [σκολιοδρόμος] διαγράφω καμπύλη τροχιά … Dictionary of Greek